δασκαλόπουλο

δασκαλόπουλο
το
1. το δασκαλοπαίδι
2. (σκωπτικά) ο νεαρός ή μικρόσωμος δάσκαλος
3. παροιμ. «δασκαλόπουλα, δαιμονόπουλα» — τα μικρά παιδιά είναι ζωηρά και άτακτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

  • Νομική Επιθεώρηση — Τίτλος ελληνικών νομικών περιοδικών. 1. Ιδρύθηκε το 1862 από τον Γ. Δασκαλόπουλο. Η έκδοσή του συνεχίστηκε και το επόμενο έτος. 2. Εβδομαδιαίο περιοδικό (1901 1905). Ιδρύθηκε από τον Ι.Δ. Ζέπο, με έδρα την Αθήνα, θεωρείται ένα από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”